Pages

Tuesday, June 18, 2019

Alexandros Papadiamantis and Bram Stoker's "Dracula"


Alexandros Papadiamantis was not only one of the most influential Greek novelists, short-story writers and poets, but he was also a translator. One book of the many he translated into Greek was Bram Stoker's Dracula. Papadiamantis titled it Ὁ Πύργος τοῦ Δράκουλα ("Castle Dracula"), and it was translated from the abridged second edition of the book. The second edition of 1901 of the classic vampire tale was abridged by Stoker himself from his 1897 original, with an approximate 15 percent reduction. The publishers wanted to release a cheaper, paperback, easier to read version that would appeal to a wider range of people.

The Greek translation of the 1901 edition of Stoker's Dracula by Papadiamantis was published in the Greek newspaper Νέον Άστυ ("Neon Asty"), from 1/27/1903 to 6/24/1903, less than two years after Stoker abridged it. It was advertised there on 1/25/1903 and 1/26/1903 as "the most curious novel published in a Greek newspaper," and was described as "a work of fantastic adventures, dramatic," and "one of the great successes of English literature." 

Previously, in 1901, Papadiamantis had translated for the same paper in 1901 The Strange Ride of Morrowbie Jukes by Rudyard Kipling and The Invisible Man by Herbert George Wells. While Papadiamantis translated Dracula directly from the English original, the other two books he translated from the French versions. With these works of fiction, Papadiamantis was introducing the common Greek people to the literature of the fantastic.

Dracula translated as a serial in the Greek newspaper Neon Asty.

Below is a sample of the Papadiamantis translation, taken from early on in the book, featuring a diary excerpt of Jonathan Harker:

5 Μαΐου. Εἰς τὸν Πύργον. — Τὸ θαμβὸν τῆς πρωίας παρῆλθε, καὶ ὁ ἥλιος εἶναι ὑψηλὰ εἰς τὸν μακρινὸν ὁρίζοντα, ὁ ὁποῖος φαίνεται φραττόμενος, ἂν ἀπὸ δένδρα ἢ βουνὰ δὲν ἠξεύρω, καθότι ἀπέχει τόσον πολὺ ὥστε τὰ μεγάλα ἀντικείμενα καὶ τὰ μικρὰ συγχέονται. Δὲν ἔχω ὕπνον, κ᾿ ἐπειδὴ δὲν θὰ ἔλθουν πρὸς ἐπίσκεψίν μου πρὶν ἐξυπνήσω, φυσικῷ τῷ λόγῳ, γράφω ἑωσότου ἔλθῃ ὁ ὕπνος. Ἔχω πολλὰ παράδοξα νὰ ἐκθέσω.

Ὅταν εἰσῆλθα εἰς τὸ λεωφορεῖον, ὁ ἡνίοχος δὲν εἶχε λάβει τὴν θέσιν του καὶ τὸν εἶδα νὰ ὁμιλῇ μὲ τὴν ξενοδόχον. Προφανῶς ὡμιλοῦσαν δι᾿ ἐμέ, διότι ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν μ᾿ ἐκοίταζαν, καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἐκάθηντο ἐπὶ τοῦ βάθρου ἔξω τῆς θύρας ἐπῆγαν καὶ ἠκροῶντο καὶ εἶτα ἔρριπτον βλέμματα πρὸς ἐμέ, μᾶλλον οἴκτου καὶ λύπης. Συνέβη ν᾿ ἀκούσω ὀλίγας λέξεις συχνὰ ἐπαναληφθείσας, ἀλλοκότους λέξεις, διότι ὑπῆρχον πολλαὶ φυλαὶ ἀνθρώπων εἰς τὸ πλῆθος ἐκεῖνο· ὅθεν ἡσύχως ἔβγαλα τὸ πολύγλωσσον λεξικόν μου ἀπὸ τὴν βαλίτσαν μου καὶ τὰς ἀνεζήτησα. Ὀφείλω νὰ εἴπω ὅτι δὲν ἦσαν λέξεις εὐάρεστοι δι᾿ ἐμέ, διότι μεταξὺ αὐτῶν ἦσαν Ὀρδόγ (Σατανᾶς), Ποκόλ (Κόλασις), Στρεγόϊκα (Στρίγλα), Βρολὸκ καὶ Βιλκοσλάκ (ἀμφότερα παρεφθαρμένα σημαίνουσι τὸν βρυκόλακα, εἶναι δὲ ἡ πρώτη λέξις σλοβακική, ἡ δευτέρα σερβική).

Ὅταν ἐξεκινήσαμεν, τὸ πλῆθος περὶ τὴν θύραν τοῦ πανδοχείου ὅλοι ἔκαμαν τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ κ᾿ ἔτειναν πρὸς ἐμὲ δύο δακτύλους. Μετά τινος δυσκολίας ἐπέτυχα ἀπὸ ἕνα συνταξιδιώτην νὰ μοῦ εἴπῃ τί ἐνοοῦσαν· καταρχὰς δὲν ἤθελε ν᾿ ἀπαντήσῃ, ἀλλὰ μαθὼν ὅτι εἶμαι Ἄγγλος ἐξήγησεν ὅτι τοῦτο εἶναι μία ἐπῳδὴ ἢ φυλακτήριον κατὰ τῆς βασκανίας. Τοῦτο δὲν ἦτο πολὺ εὐάρεστον δι᾿ ἐμέ, καθ᾿ ἣν ὥραν ἀνεχώρουν δι᾿ ἄγνωστον τόπον πρὸς συνάντησιν ἀγνώστου ἀνθρώπου· πλὴν ὁ καθεὶς ἐφαίνετο τόσον λυπημένος καὶ τόσον συμπαθής, ὥστε δὲν ἠδυνάμην παρὰ νὰ συγκινηθῶ.

Ποτὲ δὲν θὰ λησμονήσω τὸ τελευταῖον βλέμμα, τὸ ὁποῖον ἔρριψα εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ πανδοχείου καὶ εἰς τὸ πλῆθος τῶν γραφικῶν μορφῶν, ὅλων σταυροκοπουμένων, καθὼς ἵσταντο περὶ τὸν εὐρὺν θολωτὸν πυλῶνα, μὲ τὸ πλούσιον φύλλωμα ὄπισθεν τῶν βαθυπρασίνων πορτοκαλεῶν καὶ ροδοδαφνῶν. Εἶτα ὁ ἡνίοχός μας ἐκρότησε τὴν χονδρὴν μάστιγά του ἐπὶ τῶν τεσσάρων μικρῶν ἵππων, οἱ ὁποῖοι ἔτρεξαν ἐκθύμως, κ᾿ ἐξεκινήσαμεν διὰ τὴν ὁδοιπορίαν μας.

Τάχιστα ἔχασα καὶ τὴν ὄψιν καὶ τὴν μνήμην τῶν φανταστικῶν φόβων εἰς τὴν καλλονὴν τῆς σκηνογραφίας, καθὼς ἐτρέχαμεν. Κατέμπροσθέν μας ἔκειτο πρασίνη κατωφερὴς πεδιὰς πλήρης δασῶν καὶ δρυμώνων, μετ᾿ ἀποτόμων βουνῶν ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ, στεφομένων μὲ συστάδας δένδρων ἢ μὲ ἐπαύλεις, μὲ τὰ ὅριά των ἀπολήγοντα πρὸς τὸν δρόμον. Παντοῦ ὑπῆρχε δαψιλὴς βλάστη καὶ ἀνθὸς ὀπωροφόρων δένδρων. Καὶ καθὼς ἐτρέχομεν, ἠδυνάμην νὰ βλέπω τὴν πρασίνην χλόην ὑπὸ τὰ δένδρα, σπαρμένην μὲ τὰ πεσμένα πέταλα. Ἄνω καὶ κάτω, μεταξὺ τῶν πρασίνων τούτων λόφων τῶν Μεσογείων αὐτῶν τόπων, καθὼς τοὺς ὀνομάζουν ἐδῶ, διέθεεν ὁ δρόμος, χανόμενος καθὼς ἔκαμπτε περὶ τὴν χλοερὰν καμπύλην, ἢ ἐκλείετο διὰ τῶν ἐσχατιῶν τῶν πευκώνων, οἵτινες ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ περιέθεον τὰς κλιτῦς τῶν λόφων ὡς γλῶσσαι φλογός. Ὁ δρόμος ἦτο δύσβατος καὶ ὅμως ἐφαινόμεθα ὡς νὰ ἐτρέχαμεν ὑπόπτεροι μὲ πυρετώδη ταχύτητα. Δὲν ἠδυνάμην νὰ ἐννοήσω τί ἐσήμαινεν ἡ σπουδὴ αὐτή, ἀλλ᾿ ὁ ἡνίοχος προφανῶς εἶχε διάθεσιν νὰ μὴ χάσῃ καιρόν, ὅπως φθάσῃ τὸ Στενὸν Βόργο.

Ἐκεῖθεν τῶν πρασίνων χλοερῶν βουνῶν τῶν Μεσογείων ἠγείροντο ἔξοχοι συστάδες δρυμώνων μέχρι τῶν ὑψηλῶν κλιτύων τῶν Καρπαθίων αὐτῶν. Ἕνας ἀπὸ τοὺς συνοδοιπόρους μου ἔθιξε τὸν βραχίονά μου καθὼς ἐτρέχαμεν περὶ τὴν βάσιν ἑνὸς λόφου κ᾿ ἐξανοίγαμεν τὴν ὑψηλὴν χιονοσκεπῆ κορυφὴν ἑνὸς ὄρους, τὸ ὁποῖον ἐφαίνετο, καθὼς ἠλαύνομεν τὸν δρόμον μας ὀφιοειδῶς, νὰ ἵσταται καταντικρύ μας.

— Κοιτάξατε! Τὸ Ἰνστεντζέκ! εἶπεν (ἡ κατοικία τοῦ Θεοῦ) κ᾿ ἔκαμεν εὐλαβῶς τὸν σταυρόν του.

Καθὼς ἠλαύνομεν τὸν ἀτελείωτον δρόμον μας καὶ ὁ ἥλιος κατήρχετο ὁλονὲν χαμηλότερα ὄπισθέν μας, αἱ σκιαὶ τῆς ἑσπέρας ἤρχιζον νὰ πυκνοῦνται γύρω μας. Τὸ θέαμα καθίστατο ἐμφαντικώτερον, διότι ἡ χιονοσκεπὴς κορυφὴ διετήρει ἀκόμη τὸ ἡλιοβασίλευμα κ᾿ ἐφαίνετο νὰ λάμπῃ μὲ ἁβρὸν γαρουφαλὶ χρῶμα. Παραπλεύρως τοῦ δρόμου ἠγείροντο πολλοὶ σταυροὶ καὶ καθὼς διηλαύνομεν οἱ συνοδοιπόροι μου ὅλοι ἐσταυροκοποῦντο.

Καθὼς ἐπῆλθεν ἡ ἑσπέρα, ἤρχισε νὰ κάμνῃ πολὺ ψῦχος καὶ ἡ ἐμπίπτουσα ἀμφιλύκη ἐφαίνετο τρεπομένη εἰς ὑγρὰν ὁμίχλην. Ἐνίοτε οἱ λόφοι ἦσαν τόσον ἀνωφερεῖς ὥστε, μὲ ὅλην τὴν σπουδὴν τοῦ ταχυδρόμου μας, οἱ ἵπποι βραδέως ἐβάδιζον. Ἐγὼ ἤθελα νὰ κατέλθω καὶ ὁδεύσω ἀνερχόμενος αὐτούς, ὅπως συνηθίζομεν ἐν Ἀγγλίᾳ, ἀλλ᾿ ὁ ταχυδρόμος μας ὁ ἁμαξᾶς δὲν ἤθελε ν᾿ ἀκούσῃ τίποτε δι᾿ αὐτό.

— Ὄχι, ὄχι! εἶπε, δὲν πρέπει νὰ βαδίσετε ἐδῶ· οἱ σκύλοι εἶναι παραπολὺ ἄγριοι.

Καὶ εἶτα προσέθηκε, μὲ ἓν εἶδος θλιβεροῦ ἀστεϊσμοῦ, ὅπως προφανῶς τὸ ἐνόει — διότι περιέβλεπε γύρω ὅπως συναντήσῃ τὰ ἐπιδοκιμαστικὰ μειδιάματα τῶν ἄλλων:

— Καὶ θὰ ἰδῆτε πολλὰ τέτοια πράγματα πρὶν πᾶτε νὰ κοιμηθῆτε.

Ἡ μόνη ἀνάπαυλα, τὴν ὁποίαν ἠθέλησε νὰ κάμῃ, ἦτο μιᾶς στιγμῆς στάσις διὰ ν᾿ ἀνάψῃ τὰ φανάρια του.

Ὅταν ἐσκοτείνιασε, ἐφάνη νὰ ὑπάρχῃ κάποια ἔξαψις μεταξὺ τῶν ἐπιβατῶν καὶ ὅλοι ἐξηκολούθουν νὰ ὁμιλοῦν πρὸς αὐτόν, ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον, ὡς νὰ τὸν προέτρεπον εἰς μεγαλυτέραν ταχύτητα. Ἐμάστιζε τοὺς ἵππους ἀνηλεῶς μὲ τὴν μακρὰν μάστιγά του καὶ μὲ ἐκθύμους κραυγὰς ἐνθαρρύνσεως τοὺς ἐξώτρυνε πρὸς ταχύτερον τρέξιμον. Τότε, μέσῳ τοῦ σκότους, ἠδυνήθην νὰ ἴδω ἓν εἶδος ὀθόνης φαιοῦ φωτὸς κατέναντί μας, ὡς νὰ ὑπῆρχε μία ρωγμὴ εἰς τὰ ὄρη. Ἡ ἔξαψις τῶν ἐπιβατῶν ἔγινε μεγαλυτέρα· τὸ ὄχημα ἔτριζε καθ᾿ ὅλον τὸν σκελετόν του καὶ ἐκλυδωνίζετο ὡς πλοιάριον εἰς τρικυμιώδη θάλασσαν. Ὑπέφερον ἐν ὑπομονῇ.

Ὁ δρόμος κατέστη ὁμαλώτερος, κ᾿ ἐφαινόμεθα ὡς νὰ ἐπετούσαμεν. Τότε τὰ ὄρη ἐφάνησαν ὡς νὰ ἦλθαν πλησιέστερα εἰς ἡμᾶς ἔνθεν καὶ ἔνθεν καὶ ὡς νὰ ἔκυπτον ἐφ᾿ ἡμᾶς· εἰσηρχόμεθα εἰς τὴν κλεισώρειαν τοῦ Βόργο. Ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον, τινὲς τῶν ἐπιβατῶν μοὶ προσέφεραν δῶρα, τὰ ὁποῖα μ᾿ ἐβίαζον νὰ δεχθῶ μὲ μίαν ἐγκαρδιότητα μὴ ἀνεχομένην τὴν ἀποποίησιν· ταῦτα ἦσαν βεβαίως ἀλλόκοτα καὶ ποικίλα, ἀλλ᾿ ἕκαστον ἐδίδετο ἐν ἁπλῇ ἀγαθοπιστίᾳ, μὲ μίαν εὐμενῆ λέξιν καὶ μὲ εὐλογίαν καὶ μ᾿ ἐκεῖνο τὸ παράδοξον μῖγμα τῶν ἐμφόβων κινήσεων, τὰς ὁποίας εἶχα ἰδεῖ ἔξωθεν τοῦ πανδοχείου εἰς Βιστρίτσαν — τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ καὶ τὸ φυλακτήριον κατὰ τῆς βασκανίας.

Εἶτα, καθὼς ἐτρέχαμεν ταχέως, ὁ ταχυδρόμος ἔκλινεν εἰς τὰ ἐμπρός, καὶ ἀπὸ τὰς δύο πλευρὰς οἱ ἐπιβάται ζαρώσαντες πρὸς τὰς γωνίας τῆς ἁμάξης συνεστάλησαν ἐν σιωπῇ εἰς τὸ σκότος. Ἦτο προφανὲς ὅτι κάτι λίαν ταραχῶδες συνέβαινεν ἢ ἐπεριμένετο νὰ συμβῇ, ἀλλὰ καίτοι ἠρώτησα ἕκαστον τῶν ἐπιβατῶν, κανεὶς δὲν ἠθέλησε νὰ μοῦ δώσῃ τὴν ἐλαχίστην ἐξήγησιν.

Ἡ κατάστασις αὕτη τῆς ἐξάψεως διήρκεσεν ἐπὶ βραχὺ καὶ τέλος εἴδαμεν ἐμπρός μας τὸ Στενὸν μέρος. Μαῦρα σύννεφα ἐκυλίοντο ὑπεράνω τῶν κεφαλῶν μας καὶ εἰς τὸν μεστωμένον ἀέρα ἀπειλὴ κεραυνοῦ ἐπεκρέματο. Ἐφάνη ὡς ἐὰν ἡ ὀροσειρὰ εἶχε διαιρέσει δύο ἀτμοσφαίρας καὶ ἡμεῖς εἰσηρχόμεθα τώρα εἰς τὴν θυελλώδη ἐκ τῶν δύο.

Ἐγὼ ἐκοίταζα τώρα νὰ ἴδω τὸ ὄχημα, τὸ ὁποῖον ἔμελλε νὰ μὲ φέρῃ πρὸς τὸν Κόμητα. Ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμὴν ἐπερίμενα νὰ ἴδω τὴν λάμψιν φαναρίων ἐν μέσῳ τῆς μαυρίλας, πλὴν ὅλα ἦσαν σκοτεινά. Τὸ μόνον φῶς ἦσαν αἱ τρομώδεις ἀκτῖνες τῶν ἰδίων μας φαναρίων, μέσα εἰς τὰς ὁποίας ὁ ἀχνὸς ἀπὸ τοὺς ἵππους μας τοὺς ἀποκαμωμένους ἠγείρετο εἰς λευκὸν νέφος. Ἠδυνάμεθα νῦν νὰ βλέπωμεν τὴν ἀμμώδη ὁδὸν λευκὴν ἁπλουμένην ἐμπρός μας, ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχεν ἐπ᾿ αὐτῆς ἴχνος ὀχήματος. Οἱ ἐπιβάται ἀνεκάθισαν μὲ στεναγμὸν εὐχαριστήσεως, ὁ ὁποῖος ἐφαίνετο ὡς νὰ κατειρωνεύεται τὴν ἀπογοήτευσιν τὴν ἰδικήν μου. Ἤδη ἐσκεπτόμην τί θὰ ἦτο τὸ καλλίτερον νὰ κάμω, ὅταν ὁ ἁμαξηλάτης, ἀφοῦ ἔρριψε βλέμμα εἰς τὸ ὡρολόγιόν του, εἶπεν εἰς τοὺς ἄλλους κάτι τὸ ὁποῖον δὲν ἠμπόρεσα ν᾿ ἀκούσω· ἐλέχθη τόσον ἠρέμα καὶ μὲ χαμηλὴν φωνήν· μοῦ ἐφάνη νὰ εἶπε: «Μιὰν ὥρα ὀλιγώτερο ἀπὸ τὸ διάστημα». Εἶτα, στραφεὶς πρὸς ἐμέ, εἶπεν εἰς γερμανικὴν χειροτέραν ἀπὸ τὴν ἰδικήν μου:

— Δὲν εἶναι ἁμάξι ἐδῶ. Ὁ κύριος δὲν περιμένεται, τὸ κάτω κάτω. Θὰ ἔλθῃ τώρα στὴν Μπουκοβίνα, καὶ θὰ ξαναγυρίσῃ αὔριον ἢ μεθαύριον· καλλίτερα μεθαύριον.

Ἐνῷ αὐτὸς ὡμίλει, οἱ ἵπποι ἤρχισαν νὰ χρεμετίζουν καὶ νὰ μυχθίζουν καὶ νὰ ἐφορμοῦν ἀκρατήτως, ὥστε ἠναγκάσθη νὰ τοὺς ἀναχαιτίσῃ. Τότε ἐν μέσῳ χοροῦ ἐπιφωνήσεων ἀπὸ τοὺς χωρικοὺς καὶ μὲ καθολικὸν σταυροκόπημα ἀπὸ τοὺς ἰδίους, μία ἅμαξα μὲ τέσσαρας ἵππους ἔτρεξεν ὄπισθέν μας, μᾶς ἔφθασε καὶ ἐπροχώρησε πέραν τοῦ λεωφορείου. Εἶδα εἰς τὴν λάμψιν τῶν φαναρίων μας, καθὼς αἱ ἀκτῖνες ἔπιπτον ἐπ᾿ αὐτῶν, ὅτι οἱ ἵπποι ἦσαν κατάμαυροι καὶ λαμπρὰ ζῷα. Ἡνιοχοῦντο ἀπὸ ἕνα ὑψηλὸν ἄνδρα, μὲ μακρὸν καστανὸν γένειον καὶ μέγαν μαῦρον πῖλον, ὁ ὁποῖος ἐφαίνετο νὰ κρύπτῃ τὴν ὄψιν του ἀφ᾿ ἡμῶν. Εἶδα μόνον τὴν λάμψιν ἑνὸς ζεύγους λίαν λαμπρῶν ὀμμάτων, τὰ ὁποῖα ἐφαίνοντο κόκκινα εἰς τὸ φῶς τῶν φαναρίων, καθὼς ἐστράφη πρὸς ἡμᾶς. Εἶπεν εἰς τὸν ταχυδρόμον τὸν ἁμαξηλάτην μας:

— Ἦλθες νωρὶς ἀπόψε, φίλε μου.

Ὁ ἄνθρωπος ἐψέλλισεν εἰς ἀπάντησιν:

— Ὁ Ἐγγλέζος κύριος ἦτο βιαστικός.

Εἰς τοῦτο ὁ ξένος ἀπήντησε:

— Δι᾿ αὐτό, ὑποθέτω, ἤθελες νὰ τὸν πᾷς ὣς τὴν Βουκοβίνα. Δὲν μπορεῖς νὰ μὲ γελάσῃς, φίλε μου. Ἠξεύρω παραπολλὰ καὶ τ᾿ ἄλογά μου εἶναι γλήγορα.

Λέγων ἐμειδία, καὶ τὸ φῶς τῶν φανῶν ἔπιπτεν ἐπὶ ἁδροῦ στόματος μὲ πολὺ κόκκινα χείλη καὶ μὲ κοπτεροὺς ὀδόντας, λευκοὺς ὡς ἐλέφαντος.

— Δότε μου τὴν ἀποσκευὴν τοῦ κυρίου, εἶπε.

Καὶ μὲ ὑπερβάλλουσαν γοργότητα, τὰ κιβώτιά μου παρεδόθησαν κ᾿ ἐτοποθετήθησαν ἐντὸς τοῦ ὀχήματος. Τότε κατέβην ἀπὸ τὸ λεωφορεῖον, καθότι τὸ ὄχημα ἵστατο δίπλα ἐκεῖ, καὶ αὐτὸς ὁ ἡνίοχος μ᾿ ἐβοήθησε μὲ μίαν χεῖρα, ἥτις συνέλαβε τὸν βραχίονά μου ὡς εἰς χαλυβδίνην λαβίδα· ἡ σωματικὴ ρώμη του πρέπει νὰ ἦτο τεραστία.

Χωρὶς νὰ εἴπῃ λέξιν, ἔσεισε τὰ ἡνία, οἱ ἵπποι ἐστράφησαν κ᾿ ἐρρίφθημεν εἰς τὸ σκότος τῆς κλεισούρας. Καθὼς ἐκοίταξα ὀπίσω, εἶδα τὸν ἀχνὸν ἀπὸ τοὺς ἵππους τοῦ λεωφορείου ὑπὸ τὸ φῶς τῶν φανῶν, καὶ νὰ προκύπτουν εἰς τὸ φῶς τοῦτο αἱ ὄψεις τῶν τέως συνοδοιπόρων μου, οἵτινες ἐξηκολούθουν νὰ σταυροκοποῦνται. Εἶτα ὁ ταχυδρόμος ἐκρότησε τὴν μάστιγά του καὶ ἐξώτρυνε τοὺς ἵππους του, καὶ οὗτοι ἔτρεξαν τὸν δρόμον των πρὸς τὴν Βουκοβίναν.


.

.